ελαιοχρωματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιοχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαιοχρωματίζω
Μετοχή
επεξεργασίαελαιοχρωματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ελαιοχρωματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελαιοχρωματισμένος
|