ελαιοχρωματισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαελαιοχρωματισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ελαιοχρωματισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ελαιοχρωματισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελαιοχρωματισμένος