ελάσσονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελάσσων & ελάσσονας |
η | ελάσσων & ελάσσονα |
το | έλασσον |
γενική | του | ελάσσονος & ελάσσονα |
της | ελάσσονος & ελάσσονας |
του | ελάσσονος |
αιτιατική | τον | ελάσσονα | την | ελάσσονα | το | έλασσον |
κλητική | ελάσσων & ελάσσονα |
ελάσσων & ελάσσονα |
έλασσον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελάσσονες | οι | ελάσσονες | τα | ελάσσονα |
γενική | των | ελασσόνων | των | ελασσόνων | των | ελασσόνων |
αιτιατική | τους | ελάσσονες | τις | ελάσσονες | τα | ελάσσονα |
κλητική | ελάσσονες | ελάσσονες | ελάσσονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «ελάσσονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελάσσονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλάσσ(ων) + προσαρμογή στην κατάληξη της δημοτικής -ονας για το αρσενικό και ‑ονα για το θηλυκό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈla.so.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λάσ‐σο‐νας
Επίθετο
επεξεργασίαελάσσονας, -ονα, '-ον
- άλλη μορφή του ελάσσων, -ων, '-ον
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελάσσονας
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελάσσονας θηλυκό