Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπεμπτικότητα οι εκπεμπτικότητες
      γενική της εκπεμπτικότητας των εκπεμπτικοτήτων
    αιτιατική την εκπεμπτικότητα τις εκπεμπτικότητες
     κλητική εκπεμπτικότητα εκπεμπτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπεμπτικότητα < εκπεμπτικ(ός) + -ότητα < εκπέμπω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική emissivity

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.pem.ptiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐πεμ‐πτι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκπεμπτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr