Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπεμπτικός η εκπεμπτική το εκπεμπτικό
      γενική του εκπεμπτικού της εκπεμπτικής του εκπεμπτικού
    αιτιατική τον εκπεμπτικό την εκπεμπτική το εκπεμπτικό
     κλητική εκπεμπτικέ εκπεμπτική εκπεμπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπεμπτικοί οι εκπεμπτικές τα εκπεμπτικά
      γενική των εκπεμπτικών των εκπεμπτικών των εκπεμπτικών
    αιτιατική τους εκπεμπτικούς τις εκπεμπτικές τα εκπεμπτικά
     κλητική εκπεμπτικοί εκπεμπτικές εκπεμπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπεμπτικός < εκπέμπω + -τικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

εκπεμπτικός, -ή, -ό

  • που μπορεί, που έχει τη δυνατότητα να εκπέμψει
    ※  Σύμφωνα με τον Φρόιντ, είναι ασυνείδητη ενέργεια, πάντα εκπεμπτική, “φαλλική”, για να κατακτήσει, να σπείρει, να προσελκύσει ή να... (Η Ντολτό ανατέμνει τη γυναίκα, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 03/06/2018 [1])
    ※  Διάφοροι τύποι επιφανειών έχουν ελαφρώς διαφορετικές εκπεμπτικές ικανότητες, της τάξης του 0.9 για την ξηρά, της τάξης του 0.98 για τη βλάστηση και της τάξης του 0,96 για το νερό (Το περιβαλλοντικό πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η κατάσταση στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2009 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία