Δείτε επίσης: έκλαμψη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλαμψία οι εκλαμψίες
      γενική της εκλαμψίας των εκλαμψιών
    αιτιατική την εκλαμψία τις εκλαμψίες
     κλητική εκλαμψία εκλαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλαμψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική éclampsie < (ελληνιστική κοινήἔκλαμψις < αρχαία ελληνική ἐκλάμπω < ἐκ + λάμπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.lamˈpsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλαμψία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία