Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκλαμψία οι προεκλαμψίες
      γενική της προεκλαμψίας των προεκλαμψιών
    αιτιατική την προεκλαμψία τις προεκλαμψίες
     κλητική προεκλαμψία προεκλαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεκλαμψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική preeclampsia < πρό + (ελληνιστική κοινήἔκλαμψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεκλαμψία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία