Δείτε επίσης: ἐκκολαφθείς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκολαφθείς
εκκολαφθέντας
η εκκολαφθείσα το εκκολαφθέν
      γενική του εκκολαφθέντος
εκκολαφθέντα
της εκκολαφθείσας
εκκολαφθείσης*
του εκκολαφθέντος
    αιτιατική τον εκκολαφθέντα την εκκολαφθείσα το εκκολαφθέν
     κλητική εκκολαφθείς
εκκολαφθέντα
εκκολαφθείσα εκκολαφθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκολαφθέντες οι εκκολαφθείσες τα εκκολαφθέντα
      γενική των εκκολαφθέντων των εκκολαφθεισών των εκκολαφθέντων
    αιτιατική τους εκκολαφθέντες τις εκκολαφθείσες τα εκκολαφθέντα
     κλητική εκκολαφθέντες εκκολαφθείσες εκκολαφθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
εκκολαφθείς < αρχαία ελληνική ἐκκολαφθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἐκκολάπτω

  Μετοχή επεξεργασία

εκκολαφθείς, -είσα, -έν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

εκκολαφθείς: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκκολαφθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκολάπτομαι
  2. θα εκκολαφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκολάπτομαι