Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκθρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκθρονισμέν
ος
η
εκθρονισμέν
η
το
εκθρονισμέν
ο
γενική
του
εκθρονισμέν
ου
της
εκθρονισμέν
ης
του
εκθρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκθρονισμέν
ο
την
εκθρονισμέν
η
το
εκθρονισμέν
ο
κλητική
εκθρονισμέν
ε
εκθρονισμέν
η
εκθρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκθρονισμέν
οι
οι
εκθρονισμέν
ες
τα
εκθρονισμέν
α
γενική
των
εκθρονισμέν
ων
των
εκθρονισμέν
ων
των
εκθρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκθρονισμέν
ους
τις
εκθρονισμέν
ες
τα
εκθρονισμέν
α
κλητική
εκθρονισμέν
οι
εκθρονισμέν
ες
εκθρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκθρονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκθρονίζω
,
εκθρονίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκθρονισμένος, -η, -ο
που έχει
καθαιρεθεί
, διωχθεί από τον
θρόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκθρονισμένος
γαλλικά
:
détrôné
(fr)