Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκθλιπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκθλιπτικ
ός
η
εκθλιπτικ
ή
το
εκθλιπτικ
ό
γενική
του
εκθλιπτικ
ού
της
εκθλιπτικ
ής
του
εκθλιπτικ
ού
αιτιατική
τον
εκθλιπτικ
ό
την
εκθλιπτικ
ή
το
εκθλιπτικ
ό
κλητική
εκθλιπτικ
έ
εκθλιπτικ
ή
εκθλιπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκθλιπτικ
οί
οι
εκθλιπτικ
ές
τα
εκθλιπτικ
ά
γενική
των
εκθλιπτικ
ών
των
εκθλιπτικ
ών
των
εκθλιπτικ
ών
αιτιατική
τους
εκθλιπτικ
ούς
τις
εκθλιπτικ
ές
τα
εκθλιπτικ
ά
κλητική
εκθλιπτικ
οί
εκθλιπτικ
ές
εκθλιπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκθλιπτικός
<
εκθλίβω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκθλιπτικός
που έχει
σχέση
με την
έκθλιψη
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκθλίβω
και
θλίβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκθλιπτικός
αγγλικά
:
extrusive
(en)