Δείτε επίσης: ἐκθλίβω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκθλίβω < αρχαία ελληνική ἐκθλίβω < θλίβω

  Ρήμα επεξεργασία

εκθλίβω (παθητική φωνή: εκθλίβομαι)

  1. πιέζω κάτι, για να αφαιρέσω τον χυμό
  2. (γραμματική) αποβάλλω το τελικό φωνήεν μιας λέξης μπροστά από άλλη που αρχίζει από φωνήεν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία