εκβουλγαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.vul.ɣa.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βουλ‐γα‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
εκβουλγαρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκβουλγαρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκβουλγαρισμένος
|
Πηγές επεξεργασία
- εκβουλγαρισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)