Ετυμολογία

επεξεργασία
εκβουλγαρίζω < εκ- + Βούλγαρ(ος) + -ίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.vul.ɣaˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐βουλ‐γα‐ρί‐ζω

εκβουλγαρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία