εκβουλγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκβουλγαρίζω < εκ- + Βούλγαρ(ος) + -ίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.vul.ɣaˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βουλ‐γα‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκβουλγαρίζω
- αλλάζω κάτι ή κάποιον σε Βούλγαρο ή του δίνω βουλγαρικό χαρακτήρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβουλγαρίζω | εκβουλγάριζα | θα εκβουλγαρίζω | να εκβουλγαρίζω | εκβουλγαρίζοντας | |
β' ενικ. | εκβουλγαρίζεις | εκβουλγάριζες | θα εκβουλγαρίζεις | να εκβουλγαρίζεις | εκβουλγάριζε | |
γ' ενικ. | εκβουλγαρίζει | εκβουλγάριζε | θα εκβουλγαρίζει | να εκβουλγαρίζει | ||
α' πληθ. | εκβουλγαρίζουμε | εκβουλγαρίζαμε | θα εκβουλγαρίζουμε | να εκβουλγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | εκβουλγαρίζετε | εκβουλγαρίζατε | θα εκβουλγαρίζετε | να εκβουλγαρίζετε | εκβουλγαρίζετε | |
γ' πληθ. | εκβουλγαρίζουν(ε) | εκβουλγάριζαν εκβουλγαρίζαν(ε) |
θα εκβουλγαρίζουν(ε) | να εκβουλγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβουλγάρισα | θα εκβουλγαρίσω | να εκβουλγαρίσω | εκβουλγαρίσει | ||
β' ενικ. | εκβουλγάρισες | θα εκβουλγαρίσεις | να εκβουλγαρίσεις | εκβουλγάρισε | ||
γ' ενικ. | εκβουλγάρισε | θα εκβουλγαρίσει | να εκβουλγαρίσει | |||
α' πληθ. | εκβουλγαρίσαμε | θα εκβουλγαρίσουμε | να εκβουλγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | εκβουλγαρίσατε | θα εκβουλγαρίσετε | να εκβουλγαρίσετε | εκβουλγαρίστε | ||
γ' πληθ. | εκβουλγάρισαν εκβουλγαρίσαν(ε) |
θα εκβουλγαρίσουν(ε) | να εκβουλγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκβουλγαρίσει | είχα εκβουλγαρίσει | θα έχω εκβουλγαρίσει | να έχω εκβουλγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκβουλγαρίσει | είχες εκβουλγαρίσει | θα έχεις εκβουλγαρίσει | να έχεις εκβουλγαρίσει | έχε εκβουλγαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκβουλγαρίσει | είχε εκβουλγαρίσει | θα έχει εκβουλγαρίσει | να έχει εκβουλγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβουλγαρίσει | είχαμε εκβουλγαρίσει | θα έχουμε εκβουλγαρίσει | να έχουμε εκβουλγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκβουλγαρίσει | είχατε εκβουλγαρίσει | θα έχετε εκβουλγαρίσει | να έχετε εκβουλγαρίσει | έχετε εκβουλγαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκβουλγαρίσει | είχαν εκβουλγαρίσει | θα έχουν εκβουλγαρίσει | να έχουν εκβουλγαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκβουλγαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκβουλγαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκβουλγαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκβουλγαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβουλγαρίζομαι | εκβουλγαριζόμουν(α) | θα εκβουλγαρίζομαι | να εκβουλγαρίζομαι | ||
β' ενικ. | εκβουλγαρίζεσαι | εκβουλγαριζόσουν(α) | θα εκβουλγαρίζεσαι | να εκβουλγαρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκβουλγαρίζεται | εκβουλγαριζόταν(ε) | θα εκβουλγαρίζεται | να εκβουλγαρίζεται | ||
α' πληθ. | εκβουλγαριζόμαστε | εκβουλγαριζόμαστε εκβουλγαριζόμασταν |
θα εκβουλγαριζόμαστε | να εκβουλγαριζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκβουλγαρίζεστε | εκβουλγαριζόσαστε εκβουλγαριζόσασταν |
θα εκβουλγαρίζεστε | να εκβουλγαρίζεστε | (εκβουλγαρίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκβουλγαρίζονται | εκβουλγαρίζονταν εκβουλγαριζόντουσαν |
θα εκβουλγαρίζονται | να εκβουλγαρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβουλγαρίστηκα | θα εκβουλγαριστώ | να εκβουλγαριστώ | εκβουλγαριστεί | ||
β' ενικ. | εκβουλγαρίστηκες | θα εκβουλγαριστείς | να εκβουλγαριστείς | εκβουλγαρίσου | ||
γ' ενικ. | εκβουλγαρίστηκε | θα εκβουλγαριστεί | να εκβουλγαριστεί | |||
α' πληθ. | εκβουλγαριστήκαμε | θα εκβουλγαριστούμε | να εκβουλγαριστούμε | |||
β' πληθ. | εκβουλγαριστήκατε | θα εκβουλγαριστείτε | να εκβουλγαριστείτε | εκβουλγαριστείτε | ||
γ' πληθ. | εκβουλγαρίστηκαν εκβουλγαριστήκαν(ε) |
θα εκβουλγαριστούν(ε) | να εκβουλγαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκβουλγαριστεί | είχα εκβουλγαριστεί | θα έχω εκβουλγαριστεί | να έχω εκβουλγαριστεί | εκβουλγαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκβουλγαριστεί | είχες εκβουλγαριστεί | θα έχεις εκβουλγαριστεί | να έχεις εκβουλγαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκβουλγαριστεί | είχε εκβουλγαριστεί | θα έχει εκβουλγαριστεί | να έχει εκβουλγαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβουλγαριστεί | είχαμε εκβουλγαριστεί | θα έχουμε εκβουλγαριστεί | να έχουμε εκβουλγαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκβουλγαριστεί | είχατε εκβουλγαριστεί | θα έχετε εκβουλγαριστεί | να έχετε εκβουλγαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβουλγαριστεί | είχαν εκβουλγαριστεί | θα έχουν εκβουλγαριστεί | να έχουν εκβουλγαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκβουλγαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκβουλγαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκβουλγαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκβουλγαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκβουλγαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκβουλγαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκβουλγαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκβουλγαρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβουλγαρίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκβουλγαρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας