Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατοστιαίος η εκατοστιαία το εκατοστιαίο
      γενική του εκατοστιαίου της εκατοστιαίας του εκατοστιαίου
    αιτιατική τον εκατοστιαίο την εκατοστιαία το εκατοστιαίο
     κλητική εκατοστιαίε εκατοστιαία εκατοστιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατοστιαίοι οι εκατοστιαίες τα εκατοστιαία
      γενική των εκατοστιαίων των εκατοστιαίων των εκατοστιαίων
    αιτιατική τους εκατοστιαίους τις εκατοστιαίες τα εκατοστιαία
     κλητική εκατοστιαίοι εκατοστιαίες εκατοστιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκατοστιαίος < εκατοστός + -αίος

  Επίθετο επεξεργασία

εκατοστιαίος

  1. (αρχαϊκό) με βάση το εκατό
    εκατοστιαίος τόκος
    Μέσος εκατοστιαίος ρυθμός κατά τα τελευταία έτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία