εκατοστιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εκατοστιαίος
- (αρχαϊκό) με βάση το εκατό
- εκατοστιαίος τόκος
- Μέσος εκατοστιαίος ρυθμός κατά τα τελευταία έτη
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκατοστιαίος
|
εκατοστιαίος
|