Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εκατοστιαίο

  1. εκατοστιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εκατοστιαίο, ουδέτερο του εκατοστιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού