Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εκατοστιαίοι

  1. εκατοστιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εκατοστιαίος, στην κλητική του πληθυντικού