Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκατονταπλάσιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκατονταπλάσι
ος
η
εκατονταπλάσι
α
το
εκατονταπλάσι
ο
γενική
του
εκατονταπλάσι
ου
της
εκατονταπλάσι
ας
του
εκατονταπλάσι
ου
αιτιατική
τον
εκατονταπλάσι
ο
την
εκατονταπλάσι
α
το
εκατονταπλάσι
ο
κλητική
εκατονταπλάσι
ε
εκατονταπλάσι
α
εκατονταπλάσι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκατονταπλάσι
οι
οι
εκατονταπλάσι
ες
τα
εκατονταπλάσι
α
γενική
των
εκατονταπλάσι
ων
των
εκατονταπλάσι
ων
των
εκατονταπλάσι
ων
αιτιατική
τους
εκατονταπλάσι
ους
τις
εκατονταπλάσι
ες
τα
εκατονταπλάσι
α
κλητική
εκατονταπλάσι
οι
εκατονταπλάσι
ες
εκατονταπλάσι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκατονταπλάσιος
<
ελληνιστική
ἑκατονταπλάσιος
<
ἑκατόν
+
-πλάσιος
Επίθετο
επεξεργασία
εκατονταπλάσιος, -α, -ο
εκατό
φορές
μεγαλύτερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκατονταπλάσιος
γαλλικά
:
centuple
(fr)