εκατονταπλάσια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκατονταπλάσια < εκατονταπλάσιος
Επίρρημα
επεξεργασίαεκατονταπλάσια
- εκατό φορές περισσότερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατονταπλάσια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεκατονταπλάσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εκατονταπλάσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκατονταπλάσιος