εκατοντάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκατοντάδα < αρχαία ελληνική ἑκατοντάς < ἑκατόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sm̥-ḱm̥tóm < *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm (< *déḱm̥: δέκα) / εκατό + -άδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ka.tonˈda.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκατοντάδα θηλυκό
- (περιληπτικό αριθμητικό) εκατό πράγματα ή πρόσωπα του ίδιου ή παρόμοιου είδους ως σύνολο
- (πληθυντικός) εκατοντάδες: πάρα πολλοί / πολλά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εκατό