Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εισπράξιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εισπράξιμ
ος
η
εισπράξιμ
η
το
εισπράξιμ
ο
γενική
του
εισπράξιμ
ου
της
εισπράξιμ
ης
του
εισπράξιμ
ου
αιτιατική
τον
εισπράξιμ
ο
την
εισπράξιμ
η
το
εισπράξιμ
ο
κλητική
εισπράξιμ
ε
εισπράξιμ
η
εισπράξιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εισπράξιμ
οι
οι
εισπράξιμ
ες
τα
εισπράξιμ
α
γενική
των
εισπράξιμ
ων
των
εισπράξιμ
ων
των
εισπράξιμ
ων
αιτιατική
τους
εισπράξιμ
ους
τις
εισπράξιμ
ες
τα
εισπράξιμ
α
κλητική
εισπράξιμ
οι
εισπράξιμ
ες
εισπράξιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εισπράξιμος
<
εισπράττω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
εισπράξιμος
που είναι
δυνατόν
να
εισπραχθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εισπράττω
και
πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εισπράξιμος