εισπράξιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεισπράξιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εισπράξιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εισπράξιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εισπράξιμος
εισπράξιμων