Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ειρηνικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ειρηνικ
ός
η
ειρηνικ
ή
το
ειρηνικ
ό
γενική
του
ειρηνικ
ού
της
ειρηνικ
ής
του
ειρηνικ
ού
αιτιατική
τον
ειρηνικ
ό
την
ειρηνικ
ή
το
ειρηνικ
ό
κλητική
ειρηνικ
έ
ειρηνικ
ή
ειρηνικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ειρηνικ
οί
οι
ειρηνικ
ές
τα
ειρηνικ
ά
γενική
των
ειρηνικ
ών
των
ειρηνικ
ών
των
ειρηνικ
ών
αιτιατική
τους
ειρηνικ
ούς
τις
ειρηνικ
ές
τα
ειρηνικ
ά
κλητική
ειρηνικ
οί
ειρηνικ
ές
ειρηνικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ειρηνικός
<
ειρήνη
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
i.ɾi.niˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ειρηνικός
-ή -ό
που έχει ως χαρακτηριστικό την
ειρήνη
≠
αντώνυμα
:
πολεμικός
ειρηνική
περίοδος
που δεν συνοδεύεται από εκδηλώσεις
βίας
ειρηνική
διαδήλωση
ήρεμος
,
πράος
,
γαλήνιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειρηνικός
αγγλικά
:
peaceful
(en)
γαλλικά
:
pacifique
(fr)
,
paisible
(fr)
ισπανικά
: 1.
pacífico
(es)
, 2
pacífico
(es)
, 3.
calmo
(es)
,
sosegado
(es)
,
sereno
(es)