ειρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειρηνικός < ειρήνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɾi.niˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαειρηνικός -ή -ό
- που έχει ως χαρακτηριστικό την ειρήνη
- που δεν συνοδεύεται από εκδηλώσεις βίας
- ειρηνική διαδήλωση
- ήρεμος, πράος, γαλήνιος