εικονολατρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικονολατρικός < εικονολατρία / εικονολάτρης + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
εικονολατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εικονολατρία ή τους εικονολάτρες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εικονολάτρης, εικόνα και λατρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικονολατρικός
|