Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονολατρία οι εικονολατρίες
      γενική της εικονολατρίας των εικονολατριών
    αιτιατική την εικονολατρία τις εικονολατρίες
     κλητική εικονολατρία εικονολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικονολατρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iconolâtrie < iconolâtre < μεσαιωνική ελληνική εἰκονολάτρης. Μορφολογικά, αρχαία ελληνική εἰκών (εικονο-) + -λατρία (λατρεία) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ko.no.laˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κο‐νο‐λα‐τρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εικονολατρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία