Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνογραφικός η εθνογραφική το εθνογραφικό
      γενική του εθνογραφικού της εθνογραφικής του εθνογραφικού
    αιτιατική τον εθνογραφικό την εθνογραφική το εθνογραφικό
     κλητική εθνογραφικέ εθνογραφική εθνογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνογραφικοί οι εθνογραφικές τα εθνογραφικά
      γενική των εθνογραφικών των εθνογραφικών των εθνογραφικών
    αιτιατική τους εθνογραφικούς τις εθνογραφικές τα εθνογραφικά
     κλητική εθνογραφικοί εθνογραφικές εθνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνογραφικός < εθνογράφος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εθνογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία