εδεμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εδεμικός | η | εδεμική | το | εδεμικό |
γενική | του | εδεμικού | της | εδεμικής | του | εδεμικού |
αιτιατική | τον | εδεμικό | την | εδεμική | το | εδεμικό |
κλητική | εδεμικέ | εδεμική | εδεμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εδεμικοί | οι | εδεμικές | τα | εδεμικά |
γενική | των | εδεμικών | των | εδεμικών | των | εδεμικών |
αιτιατική | τους | εδεμικούς | τις | εδεμικές | τα | εδεμικά |
κλητική | εδεμικοί | εδεμικές | εδεμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εδεμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την Εδέμ ή αναφέρται σ’ αυτή
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Εδέμ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- εδεμικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)