εδαφοκάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εδαφοκάλυψη | οι | εδαφοκαλύψεις |
γενική | της | εδαφοκάλυψης | των | εδαφοκαλύψεων |
αιτιατική | την | εδαφοκάλυψη | τις | εδαφοκαλύψεις |
κλητική | εδαφοκάλυψη | εδαφοκαλύψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εδαφοκάλυψη (νεολογισμός) < έδαφ(ος) + -ο- + κάλυψη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική landcover
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ða.foˈka.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐δα‐φο‐κά‐λυ‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεδαφοκάλυψη θηλυκό
- (γεωλογία, οικολογία, νεολογισμός) οτιδήποτε (φυσικό ή τεχνητό) καλύπτει το έδαφος, την επιφάνεια της γης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εδαφοκάλυψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εδαφοκάλυψη - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr