Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εδαφοκάλυψη οι εδαφοκαλύψεις
      γενική της εδαφοκάλυψης των εδαφοκαλύψεων
    αιτιατική την εδαφοκάλυψη τις εδαφοκαλύψεις
     κλητική εδαφοκάλυψη εδαφοκαλύψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδαφοκάλυψη < έδαφ(ος) + -ο- + κάλυψη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική landcover

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ða.foˈka.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐δα‐φο‐κά‐λυ‐ψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εδαφοκάλυψη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία