Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωκάλυψη οι γεωκαλύψεις
      γενική της γεωκάλυψης των γεωκαλύψεων
    αιτιατική τη γεωκάλυψη τις γεωκαλύψεις
     κλητική γεωκάλυψη γεωκαλύψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωκάλυψη < γεω-+ κάλυψη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική landcover

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.oˈka.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐κά‐λυ‐ψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωκάλυψη θηλυκό

  1. (γεωλογία, οικολογία) οτιδήποτε (φυσικό ή τεχνητό) καλύπτει το έδαφος, την επιφάνεια της γης
  2. (σπάνιο) η γεωγραφική έκταση που καλύπτουν οι δραστηριότητες ενός οργανισμού ή μιας εταιρείας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία