πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωκάλυψη οι γεωκαλύψεις
      γενική της γεωκάλυψης των γεωκαλύψεων
    αιτιατική τη γεωκάλυψη τις γεωκαλύψεις
     κλητική γεωκάλυψη γεωκαλύψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεωκάλυψη θηλυκό

  1. (γεωλογία, οικολογία) οτιδήποτε (φυσικό ή τεχνητό) καλύπτει το έδαφος, την επιφάνεια της γης
  2. (σπάνιο) η γεωγραφική έκταση που καλύπτουν οι δραστηριότητες ενός οργανισμού ή μιας εταιρείας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία