εγκρέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκρέτα | οι | εγκρέτες |
γενική | της | εγκρέτας | — | |
αιτιατική | την | εγκρέτα | τις | εγκρέτες |
κλητική | εγκρέτα | εγκρέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγκρέτα θηλυκό
- (πτηνό) ψαροφάγο πελαγόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των ερωδιιδών