εγκρέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκρέτα | οι | εγκρέτες |
γενική | της | εγκρέτας | — | |
αιτιατική | την | εγκρέτα | τις | εγκρέτες |
κλητική | εγκρέτα | εγκρέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεγκρέτα θηλυκό
- (πτηνό) ψαροφάγο πελαγόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των ερωδιιδών
- (παρωχημένο) διακοσμητικά φτερά στο καπέλο
- ※ Εκείνη κρατούσε στο χέρι ένα μπουκέτο κατλέγιες κι ο Σουάν είδε κάτω απ’ τη δαντελένια μαντίλα της πως είχε όμοια λουλούδια στα μαλλιά, πιασμένα από μιαν εγκρέτα από φτερά κύκνου. (Μαρσέλ Προυστ, Από τη μεριά του Σουάν, ελλ. μτφ. Παύλος Ζάννας, επιμ. Παναγιώτης Πούλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002, δ΄έκδοση)