λευκοτσικνιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lef.ko.tsiˈkɲas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κο‐τσι‐κνιάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλευκοτσικνιάς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λευκοτσικνιάς