↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκοτσικνιάς οι λευκοτσικνιάδες
      γενική του λευκοτσικνιά των λευκοτσικνιάδων
    αιτιατική τον λευκοτσικνιά τους λευκοτσικνιάδες
     κλητική λευκοτσικνιά λευκοτσικνιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λευκοτσικνιάς στη λίμνη Χειμαδίτιδα.
 
Λευκοτσικνιάς σε παραλία της Νότιας Αφρικής (2013).

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευκοτσικνιάς < λευκο- + τσικνιάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lef.ko.tsiˈkɲas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κο‐τσι‐κνιάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευκοτσικνιάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία