εαρινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εαρινός | η | εαρινή | το | εαρινό |
γενική | του | εαρινού | της | εαρινής | του | εαρινού |
αιτιατική | τον | εαρινό | την | εαρινή | το | εαρινό |
κλητική | εαρινέ | εαρινή | εαρινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εαρινοί | οι | εαρινές | τα | εαρινά |
γενική | των | εαρινών | των | εαρινών | των | εαρινών |
αιτιατική | τους | εαρινούς | τις | εαρινές | τα | εαρινά |
κλητική | εαρινοί | εαρινές | εαρινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εαρινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεαρινός -ή -ό