Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσαρκτος τὸ δύσαρκτον
      γενική τοῦ/τῆς δυσάρκτου τοῦ δυσάρκτου
      δοτική τῷ/τῇ δυσάρκτ τῷ δυσάρκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσαρκτον τὸ δύσαρκτον
     κλητική ! δύσαρκτε δύσαρκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσαρκτοι τὰ δύσαρκτ
      γενική τῶν δυσάρκτων τῶν δυσάρκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσάρκτοις τοῖς δυσάρκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσάρκτους τὰ δύσαρκτ
     κλητική ! δύσαρκτοι δύσαρκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσάρκτω τὼ δυσάρκτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσάρκτοιν τοῖν δυσάρκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσαρκτος < δύσ- + ἄρχω

  Επίθετο επεξεργασία

δύσαρκτος, -ος, -ον, συγκριτικός:δυσαρκτότερος, υπερθετικός: δυσαρκτότατος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία