Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπροσπέλαστος η δυσπροσπέλαστη το δυσπροσπέλαστο
      γενική του δυσπροσπέλαστου της δυσπροσπέλαστης του δυσπροσπέλαστου
    αιτιατική τον δυσπροσπέλαστο τη δυσπροσπέλαστη το δυσπροσπέλαστο
     κλητική δυσπροσπέλαστε δυσπροσπέλαστη δυσπροσπέλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπροσπέλαστοι οι δυσπροσπέλαστες τα δυσπροσπέλαστα
      γενική των δυσπροσπέλαστων των δυσπροσπέλαστων των δυσπροσπέλαστων
    αιτιατική τους δυσπροσπέλαστους τις δυσπροσπέλαστες τα δυσπροσπέλαστα
     κλητική δυσπροσπέλαστοι δυσπροσπέλαστες δυσπροσπέλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσπροσπέλαστος < δυσ- + προσπελάζω + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.spɾoˈspe.la.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σπρο‐σπέ‐λα‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

δυσπροσπέλαστος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr