↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεπιχείρητος η δυσεπιχείρητη το δυσεπιχείρητο
      γενική του δυσεπιχείρητου της δυσεπιχείρητης του δυσεπιχείρητου
    αιτιατική τον δυσεπιχείρητο τη δυσεπιχείρητη το δυσεπιχείρητο
     κλητική δυσεπιχείρητε δυσεπιχείρητη δυσεπιχείρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεπιχείρητοι οι δυσεπιχείρητες τα δυσεπιχείρητα
      γενική των δυσεπιχείρητων των δυσεπιχείρητων των δυσεπιχείρητων
    αιτιατική τους δυσεπιχείρητους τις δυσεπιχείρητες τα δυσεπιχείρητα
     κλητική δυσεπιχείρητοι δυσεπιχείρητες δυσεπιχείρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσεπιχείρητος < ελληνιστική κοινή δυσεπιχείρητος < αρχαία ελληνική δυσ- + ἐπιχειρέω / ἐπιχειρῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσεπιχείρητος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία