δυσεπιχείρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσεπιχείρητος < ελληνιστική κοινή δυσεπιχείρητος < αρχαία ελληνική δυσ- + ἐπιχειρέω / ἐπιχειρῶ
Επίθετο
επεξεργασίαδυσεπιχείρητος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσεπιχείρητος
|