↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεπίλυτος η δυσεπίλυτη το δυσεπίλυτο
      γενική του δυσεπίλυτου της δυσεπίλυτης του δυσεπίλυτου
    αιτιατική τον δυσεπίλυτο τη δυσεπίλυτη το δυσεπίλυτο
     κλητική δυσεπίλυτε δυσεπίλυτη δυσεπίλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεπίλυτοι οι δυσεπίλυτες τα δυσεπίλυτα
      γενική των δυσεπίλυτων των δυσεπίλυτων των δυσεπίλυτων
    αιτιατική τους δυσεπίλυτους τις δυσεπίλυτες τα δυσεπίλυτα
     κλητική δυσεπίλυτοι δυσεπίλυτες δυσεπίλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσεπίλυτος < δυσ- + επιλύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσεπίλυτος, -η, -ο

  • που δύσκολα μπορεί να επιλυθεί
    δυσεπίλυτο πρόβλημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία