δυσεπίλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
δυσεπίλυτος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί να επιλυθεί
- δυσεπίλυτο πρόβλημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσεπίλυτος