Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυσβαρισμός οι δυσβαρισμοί
      γενική του δυσβαρισμού των δυσβαρισμών
    αιτιατική τον δυσβαρισμό τους δυσβαρισμούς
     κλητική δυσβαρισμέ δυσβαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσβαρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysbarism < αρχαία ελληνική δυσ- + βάρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσβαρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία