↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσαναπλήρωτος η δυσαναπλήρωτη το δυσαναπλήρωτο
      γενική του δυσαναπλήρωτου της δυσαναπλήρωτης του δυσαναπλήρωτου
    αιτιατική τον δυσαναπλήρωτο τη δυσαναπλήρωτη το δυσαναπλήρωτο
     κλητική δυσαναπλήρωτε δυσαναπλήρωτη δυσαναπλήρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσαναπλήρωτοι οι δυσαναπλήρωτες τα δυσαναπλήρωτα
      γενική των δυσαναπλήρωτων των δυσαναπλήρωτων των δυσαναπλήρωτων
    αιτιατική τους δυσαναπλήρωτους τις δυσαναπλήρωτες τα δυσαναπλήρωτα
     κλητική δυσαναπλήρωτοι δυσαναπλήρωτες δυσαναπλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαναπλήρωτος < δυσ- + αναπληρώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσαναπλήρωτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία