→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσέκνιπτος τὸ δυσέκνιπτον
      γενική τοῦ/τῆς δυσεκνίπτου τοῦ δυσεκνίπτου
      δοτική τῷ/τῇ δυσεκνίπτ τῷ δυσεκνίπτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσέκνιπτον τὸ δυσέκνιπτον
     κλητική ! δυσέκνιπτε δυσέκνιπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσέκνιπτοι τὰ δυσέκνιπτ
      γενική τῶν δυσεκνίπτων τῶν δυσεκνίπτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσεκνίπτοις τοῖς δυσεκνίπτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσεκνίπτους τὰ δυσέκνιπτ
     κλητική ! δυσέκνιπτοι δυσέκνιπτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσεκνίπτω τὼ δυσεκνίπτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσεκνίπτοιν τοῖν δυσεκνίπτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσέκνιπτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσέκνιπτος, -ος, -ον

  1. που είναι δύσκολο να ξεπλυθεί, να καθαριστεί
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p. 12.386 @scaife.perseus
    ἐθεραπεύθησαν οὖν πάντες οὕτως, οὐ μὴν ἐπί γε τῶν ἤδη κεχρονισμένων ἐπεχείρησα τῇ τοιαύτῃ πείρᾳ, δυσέκνιπτοι γὰρ ἐπὶ τούτων εἰσὶν οἱ ἐνιζηκότες ἰχῶρες τῷ δέρματι.
  2. (μεταφορικά) που είναι δύσκολο να εξαλειφθεί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 378e (378d-378e)
    ὁ γὰρ νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑπόνοια καὶ ὃ μή, ἀλλ᾽ ἃ ἂν τηλικοῦτος ὢν λάβῃ ἐν ταῖς δόξαις δυσέκνιπτά τε καὶ ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι· ὧν δὴ ἴσως ἕνεκα περὶ παντὸς ποιητέον ἃ πρῶτα ἀκούουσιν ὅτι κάλλιστα μεμυθολογημένα πρὸς ἀρετὴν ἀκούειν.
    Γιατί ο νέος δεν είναι σε θέση να κρίνει τί είναι αλληγορία και τί δεν είναι, μα όσα εντυπωθούν απ᾽ αυτή την ηλικία στο πνεύμα του δύσκολο είναι συνήθως να εξαλειφθούν και να μετακινηθούν από κει μέσα· γι᾽ αυτό ίσως πρέπει να δώσομε τη μεγαλύτερη σημασία, οι πρώτοι λόγοι που ακούει το παιδί να είναι όσο μπορεί καταλληλότεροι να το οδηγούν στην αρετή.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία