δυναμική ενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυναμική ενέργεια | ||
γενική | της | δυναμικής ενέργειας | ||
αιτιατική | τη | δυναμική ενέργεια | ||
κλητική | δυναμική ενέργεια | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυναμική ενέργεια < δυναμική + ενέργεια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική potential energy)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαδυναμική ενέργεια θηλυκό
- (φυσική) η ενέργεια που αποθηκεύεται σε ένα αντικείμενο λόγω της θέσης του ή της κατάστασής του μέσα σε ένα πεδίο δυνάμεων, όπως το βαρυτικό ή το ελαστικό πεδίο
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυναμική ενέργεια