κινητική ενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινητική ενέργεια | ||
γενική | της | κινητικής ενέργειας | ||
αιτιατική | την | κινητική ενέργεια | ||
κλητική | κινητική ενέργεια | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κινητική ενέργεια < κινητική + ενέργεια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική kinetic energy)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακινητική ενέργεια θηλυκό
- (φυσική) η ενέργεια που διαθέτει ένα αντικείμενο λόγω της κίνησής του και υπολογίζεται ως το μισό του γινομένου της μάζας του αντικειμένου επί το τετράγωνο της ταχύτητάς του
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κινητική ενέργεια