Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δραχμοποιημένος η δραχμοποιημένη το δραχμοποιημένο
      γενική του δραχμοποιημένου της δραχμοποιημένης του δραχμοποιημένου
    αιτιατική τον δραχμοποιημένο τη δραχμοποιημένη το δραχμοποιημένο
     κλητική δραχμοποιημένε δραχμοποιημένη δραχμοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δραχμοποιημένοι οι δραχμοποιημένες τα δραχμοποιημένα
      γενική των δραχμοποιημένων των δραχμοποιημένων των δραχμοποιημένων
    αιτιατική τους δραχμοποιημένους τις δραχμοποιημένες τα δραχμοποιημένα
     κλητική δραχμοποιημένοι δραχμοποιημένες δραχμοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραχμοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δραχμοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

δραχμοποιημένος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία