δραχμοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραχμοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δραχμοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
δραχμοποιημένος -η -ο
- που έχει μετατραπεί σε δραχμές
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραχμοποιημένος
|
δραχμοποιημένος -η -ο
|