↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχοτομημένος η διχοτομημένη το διχοτομημένο
      γενική του διχοτομημένου της διχοτομημένης του διχοτομημένου
    αιτιατική τον διχοτομημένο τη διχοτομημένη το διχοτομημένο
     κλητική διχοτομημένε διχοτομημένη διχοτομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχοτομημένοι οι διχοτομημένες τα διχοτομημένα
      γενική των διχοτομημένων των διχοτομημένων των διχοτομημένων
    αιτιατική τους διχοτομημένους τις διχοτομημένες τα διχοτομημένα
     κλητική διχοτομημένοι διχοτομημένες διχοτομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διχοτομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διχοτομώ

διχοτομημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία