↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διυποκειμενικός η διυποκειμενική το διυποκειμενικό
      γενική του διυποκειμενικού της διυποκειμενικής του διυποκειμενικού
    αιτιατική τον διυποκειμενικό τη διυποκειμενική το διυποκειμενικό
     κλητική διυποκειμενικέ διυποκειμενική διυποκειμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διυποκειμενικοί οι διυποκειμενικές τα διυποκειμενικά
      γενική των διυποκειμενικών των διυποκειμενικών των διυποκειμενικών
    αιτιατική τους διυποκειμενικούς τις διυποκειμενικές τα διυποκειμενικά
     κλητική διυποκειμενικοί διυποκειμενικές διυποκειμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διυποκειμενικός < δι- + υποκειμενικός, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intersubjectif)

  Επίθετο

επεξεργασία

διυποκειμενικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία