διυποκειμενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διυποκειμενικός < δι- + υποκειμενικός, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intersubjectif)
Επίθετο
επεξεργασίαδιυποκειμενικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) που αφορά δύο ή περισσότερα πρόσωπα
Συγγενικά
επεξεργασία- διυποκειμενικά (επίρρημα)
- διυποκειμενικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διυποκειμενικός
Πηγές
επεξεργασία- διυποκειμενικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)