Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διυλισμένος η διυλισμένη το διυλισμένο
      γενική του διυλισμένου της διυλισμένης του διυλισμένου
    αιτιατική τον διυλισμένο τη διυλισμένη το διυλισμένο
     κλητική διυλισμένε διυλισμένη διυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διυλισμένοι οι διυλισμένες τα διυλισμένα
      γενική των διυλισμένων των διυλισμένων των διυλισμένων
    αιτιατική τους διυλισμένους τις διυλισμένες τα διυλισμένα
     κλητική διυλισμένοι διυλισμένες διυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διυλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διυλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία