Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διυλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διυλισμέν
ος
η
διυλισμέν
η
το
διυλισμέν
ο
γενική
του
διυλισμέν
ου
της
διυλισμέν
ης
του
διυλισμέν
ου
αιτιατική
τον
διυλισμέν
ο
τη
διυλισμέν
η
το
διυλισμέν
ο
κλητική
διυλισμέν
ε
διυλισμέν
η
διυλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διυλισμέν
οι
οι
διυλισμέν
ες
τα
διυλισμέν
α
γενική
των
διυλισμέν
ων
των
διυλισμέν
ων
των
διυλισμέν
ων
αιτιατική
τους
διυλισμέν
ους
τις
διυλισμέν
ες
τα
διυλισμέν
α
κλητική
διυλισμέν
οι
διυλισμέν
ες
διυλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διυλισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διυλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
διυλισμένος, -η, -ο
που έχει
διυλιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διυλισμένος
γαλλικά
:
distillé
(fr)