πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισθενής η δισθενής το δισθενές
      γενική του δισθενούς* της δισθενούς του δισθενούς
    αιτιατική τον δισθενή τη δισθενή το δισθενές
     κλητική δισθενή(ς) δισθενής δισθενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισθενείς οι δισθενείς τα δισθενή
      γενική των δισθενών των δισθενών των δισθενών
    αιτιατική τους δισθενείς τις δισθενείς τα δισθενή
     κλητική δισθενείς δισθενείς δισθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δισθενής < (δις) δι- + σθέν(ος) + -ής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bivalent[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + -σθενής

δισθενής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία