Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δισθενής η δισθενής το δισθενές
      γενική του δισθενούς* της δισθενούς του δισθενούς
    αιτιατική τον δισθενή τη δισθενή το δισθενές
     κλητική δισθενή(ς) δισθενής δισθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δισθενείς οι δισθενείς τα δισθενή
      γενική των δισθενών των δισθενών των δισθενών
    αιτιατική τους δισθενείς τις δισθενείς τα δισθενή
     κλητική δισθενείς δισθενείς δισθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δισθενής < (δις) δι- + σθέν(ος) + -ής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bivalent[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + -σθενής

  Επίθετο επεξεργασία

δισθενής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία