Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπτέρυγος η διπτέρυγη το διπτέρυγο
      γενική του διπτέρυγου της διπτέρυγης του διπτέρυγου
    αιτιατική τον διπτέρυγο τη διπτέρυγη το διπτέρυγο
     κλητική διπτέρυγε διπτέρυγη διπτέρυγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπτέρυγοι οι διπτέρυγες τα διπτέρυγα
      γενική των διπτέρυγων των διπτέρυγων των διπτέρυγων
    αιτιατική τους διπτέρυγους τις διπτέρυγες τα διπτέρυγα
     κλητική διπτέρυγοι διπτέρυγες διπτέρυγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπτέρυγος < δι- + πτέρυγα + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

διπτέρυγος, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει δύο πτέρυγες
  2. (ναυτικός όρος) η έλικα, ή προπέλα που φέρει δύο πτερύγια

  Μεταφράσεις επεξεργασία