διπτέρυγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
διπτέρυγος, -η, -ο
- αυτός που φέρει δύο πτέρυγες
- (ναυτικός όρος) η έλικα, ή προπέλα που φέρει δύο πτερύγια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διπτέρυγος
|