Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διπήχης τὸ δίπηχες
      γενική τοῦ/τῆς διπήχους τοῦ διπήχους
      δοτική τῷ/τῇ διπήχει τῷ διπήχει
    αιτιατική τὸν/τὴν διπήχη τὸ δίπηχες
     κλητική ! δίπηχες δίπηχες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διπήχεις τὰ διπήχη
      γενική τῶν διπήχων τῶν διπήχων
      δοτική τοῖς/ταῖς διπήχεσ(ν) τοῖς διπήχεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς διπήχεις τὰ διπήχη
     κλητική ! διπήχεις διπήχη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διπήχει τὼ διπήχει
      γεν-δοτ τοῖν διπήχοιν τοῖν διπήχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπήχης < αρχαία ελληνική δίπηχυς με νεότερο σχηματισμό δι- + πῆχ(υς) + -ης. Δείτε στο παράθεμα το σχόλιο.

  Επίθετο επεξεργασία

διπήχης, -ης, -ες

  • (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή του δίπηχυς.
    Για το σχηματισμό αυτών των επιθέτων και τη γενική ενικού:
    ※  στον Αίλιο Ηρωδιανό (Περὶ κλίσεως ὀνομάτων, 2.111. @scaife.perseus Η έκδοση, με μηνοειδές σίγμα.
    Χοιροβοσκός Choer. 55, 29 τὰ ἀπὸ τῶν εἰϲ υϲ εἰϲ ηϲ γινόμενα εἰϲ ουϲ ἔχει τὴν γενικὴν οἷον βαρύϲ ἀβαρήϲ ἀβαροῦϲ· βριθύϲ (ὁ ἰϲχυρόϲ) ἐμβριθήϲ ἐμβριθοῦϲ πῆχυϲ διπήχηϲ διπήχουϲ, τριπήχηϲ τριπήχουϲ, ὠκύϲ (ὁ ταχύϲ) ποδώκηϲ ποδώκουϲ, ἡδύϲ πολυηδήϲ πολυηδοῦϲ.
 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Το κείμενο είναι του Χοιροβοσκού ή του Ηρωδιανού? Μήπως ο τύπος είναι μεσαιωνικός? ‑‑Sarri.greek  | 02:34, 28 Αυγούστου 2022 (UTC).