πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διορθόδοξος η διορθόδοξος
& διορθόδοξη
το διορθόδοξο
      γενική του διορθοδόξου
& διορθόδοξου
της διορθοδόξου
& διορθόδοξης
του διορθοδόξου
& διορθόδοξου
    αιτιατική τον διορθόδοξο τη διορθόδοξο
& διορθόδοξη
το διορθόδοξο
     κλητική διορθόδοξε διορθόδοξε
& διορθόδοξη
διορθόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διορθόδοξοι οι διορθόδοξοι
& διορθόδοξες
τα διορθόδοξα
      γενική των διορθοδόξων
& διορθόδοξων
των διορθοδόξων
& διορθόδοξων
των διορθοδόξων
& διορθόδοξων
    αιτιατική τους διορθοδόξους
& διορθόδοξους
τις διορθοδόξους
& διορθόδοξες
τα διορθόδοξα
     κλητική διορθόδοξοι διορθόδοξοι
& διορθόδοξες
διορθόδοξα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
διορθόδοξος < δι- (διά) + ορθόδοξος

διορθόδοξος, -ος / -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία