διμορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dimorphisme < αρχαία ελληνική δι- + μορφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιμορφισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του διμόρφου
- (βιολογία) η συνύπαρξη δυο διακεκριμένων μορφών αρσενικού και θηλυκού του ίδιου είδους στο φυτικό και κυρίως στο ζωικό βασίλειο, άλλ. φυλετικός διμορφισμός
- (γραμματική) η έμφάνιση και η χρήση μιας ίδιας λέξης με δυο μορφές, όπως θάρρος και θράσος.
- (χημεία) η κρυστάλλωση του ίδιου σώματος με δυο διαφορετικές μορφές.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διμορφισμός