διελκυστίνδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διελκυστίνδα < ελληνιστική κοινή διελκυστίνδα (επίρρημα) < διέλκω + παραγωγικό επίθημα -ίνδα (το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική ως προσδιοριστικό παιχνιδιών) < διά + ἕλκω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.el.ciˈsti.nða/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διελκυστίνδα θηλυκό
- παιχνίδι ανταγωνισμού με σχοινί ή άλλο μηχανισμό, στα άκρα του οποίου βρίσκονται αντίπαλα άτομα ή ομάδες που προσπαθούν, τραβώντας το σχοινί ή το μηχανισμό, να παρασύρουν τον αντίπαλο προς το μέρος τους
- (μεταφορικά) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ δύο αντιπάλων για την επικράτηση σε κάποιο χώρο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διελκυστίνδα